- αμνηστευτικός
- η , όν юр. амнистирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμνηστευτικός — ή, ό [αμνηστεύω] αυτός μέσω τού οποίου παρέχεται αμνηστία … Dictionary of Greek
αμνηστευτικός — ή, ό εκείνος με τον οποίο δίνεται η αμνηστία: Στην «Eφημερίδα της Kυβερνήσεως» δημοσιεύτηκε το αμνηστευτικό διάταγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] … Dictionary of Greek